Η Mary Baker Eddy, που ανακάλυψε και ίδρυσε τη Χριστιανική Επιστήμη, την προσδιόρισε ως «ο νόμος του Θεού, ο νόμος του καλού ...» (Στοιχεία Θείας Επιστήμης, σελ. 1). Στην Χριστιανική Επιστήμη, κατανοούμε τον Θεό ως άπειρη Αγάπη, και τόσο αμετάβλητα καλό ώστε μια σαφής ματιά σε αυτό μέσω της προσευχής, έχει τη δύναμη να θεραπεύσει, να λυτρώσει και να αποκαταστήσει τον καθένα.
Η Mary Baker Eddy μελετούσε την Αγία Γραφή σε όλη της τη ζωή και ποθούσε από τη νεανική της ηλικία να βρει βαθύτερες απαντήσεις στα επίμονα ερωτήματα της ανθρώπινης δυστυχίας. Στράφηκε ολόψυχα στον Θεό όταν τραυματίστηκε σοβαρά το 1866. Καθώς διάβαζε τις αφηγήσεις για τις γρήγορες, δυναμικές θεραπείες του Ιησού, η σκέψη της πλημμύρισε με μία νέα αίσθηση ότι ο Θεός, το Πνεύμα, είναι η μόνη πραγματικότητα, κι αυτή η αίσθηση την θεράπευσε. Νοιώθοντας μία ακατανίκητη επιθυμία να καταλάβει την Αρχή πίσω από αυτήν την εμπειρία, συνέχισε να ψάχνει και να βρίσκει μέσα στην Αγία Γραφή τους βασικούς νόμους του Θεού που θα αποτελούσαν τη βάση της διδασκαλίας της και της εφαρμογής της Χριστιανικής Επιστήμης.
Από την εποχή της μέχρι τη δική μας, πολλοί άνθρωποι ανακάλυψαν ότι όταν κατανοήσουν καλύτερα τη σχέση τους με τον Θεό μέσω αυτής της Επιστήμης του Χριστιανισμού, αποκαθίσταται η υγεία τους και αλλάζει ο χαρακτήρας τους. Και κάθε θεραπεία εμπνέει την ειλικρινή επιθυμία να βοηθήσουν κι άλλους να γνωρίσουν και να βιώσουν την μεγάλη αγάπη που έχει ο Θεός για όλους μας.